κύμινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύμινο | τα | κύμινα |
γενική | του | κύμινου | των | κύμινων |
αιτιατική | το | κύμινο | τα | κύμινα |
κλητική | κύμινο | κύμινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύμινο < αρχαία ελληνική κύμινον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύμινο ουδέτερο
- Μικρό ετήσιο ποώδες φυτό ύψους 15 - 20 εκατοστών με φύλλα που μοιάζουν με στενές λουρίδες και μικρά λευκά ή ρόδινα άνθη. Διαθέτει πολύ χαρακτηριστικό άρωμα, δυνατό και βαρύ, με γεύση επίσης έντονη, που θυμίζει το κάρι. Χρησιμοποιείται ως μυρωδικό σε κρέατα (σουτζουκάκια, στιφάδο), σε όσπρια και σε μικρή κλίμακα σε τυριά και στο ψωμί.
Εκφράσεις
επεξεργασία- όσο να πεις κύμινο, ώσπου να πεις κύμινο: αστραπιαία, εξαιρετικά γρήγορα (→ δείτε τη λέξη άψε σβήσε)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κύμινο στη Βικιπαίδεια