Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιφάδο τα στιφάδα
      γενική του στιφάδου των στιφάδων
    αιτιατική το στιφάδο τα στιφάδα
     κλητική στιφάδο στιφάδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιφάδο < (άμεσο δάνειο) βενετική *stufado με τροπή [u] > [i] (δείτε και το ιταλικό stufato) < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική τύφος ("ατμός")[1]. Και ετυμολογική γραφή με ύψιλον[2].

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stiˈfa.ðo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιφάδο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. στιφάδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)