Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρι < αγγλική curry

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρι ουδέτερο άκλιτο

  1. ινδικό μπαχαρικό από σκόνη διάφορων φυτών
  2. είδος φαγητού (με επίσης ινδική προέλευση)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία