σουτζουκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουτζουκάκι | τα | σουτζουκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σουτζουκάκι | τα | σουτζουκάκια |
κλητική | σουτζουκάκι | σουτζουκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουτζουκάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sucuk + -άκι[1] ή σουτζούκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /su.d͡zuˈka.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐τζου‐κά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουτζουκάκι ουδέτερο
- (γαστρονομία, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη σουτζουκάκια
- (σπάνιο στον ενικό) το ένα τεμάχιο από τα σουτζουκάκια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουτζουκάκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σουτζουκάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.