κοριός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοριός | οι | κοριοί |
γενική | του | κοριού | των | κοριών |
αιτιατική | τον | κοριό | τους | κοριούς |
κλητική | κοριέ | κοριοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοριός < μεσαιωνική ελληνική κοριός[1] / κορεός < αρχαία ελληνική κόρις ((μεταφορικά) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bug[2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοριός αρσενικό
- (έντομο) ενοχλητικό παρασιτικό ζωύφιο
- (μεταφορικά) ηλεκτρονική συσκευή παρακολούθησης συνομιλιών
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) ο άνθρωπος που παρακολουθεί (τηλεφωνικές κυρίως) συνομιλίες
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω τον ψόφιο κοριό: από φόβο ή αδιαφορία προσποιούμαι ότι δεν με απασχολεί κάτι που γίνεται ή λέγεται και με αφορά
- θα πιάσουμε κοριούς: λέγεται για ανθρώπους που κάθονται υπερβολικά κοντά μας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κοριός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοριός
- ↑ κοριός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κοριός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας