Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοριός οι κοριοί
      γενική του κοριού των κοριών
    αιτιατική τον κοριό τους κοριούς
     κλητική κοριέ κοριοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το έντομο κοριός.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοριός < μεσαιωνική ελληνική κοριός[1] / κορεός < αρχαία ελληνική κόρις ((μεταφορικά) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bug[2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοριός αρσενικό

  1. (έντομο) ενοχλητικό παρασιτικό ζωύφιο
     συνώνυμα: κορέος, κόριζα
  2. (μεταφορικά) ηλεκτρονική συσκευή παρακολούθησης συνομιλιών
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) ο άνθρωπος που παρακολουθεί (τηλεφωνικές κυρίως) συνομιλίες

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω τον ψόφιο κοριό: από φόβο ή αδιαφορία προσποιούμαι ότι δεν με απασχολεί κάτι που γίνεται ή λέγεται και με αφορά
  • θα πιάσουμε κοριούς: λέγεται για ανθρώπους που κάθονται υπερβολικά κοντά μας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κοριός Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. κοριός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας