κόλιαντρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόλιαντρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολίαντρον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κολίανδρον < κορίανδρον (με προφορά [nd])< κόριον, υποκοριστικό του κόρις [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόλιαντρο ουδέτερο
- (φυτό, γαστρονομία) αρωματικό φυτό που το χρησιμοποιούμε και ως μπαχαρικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κόλιαντρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κόλιαντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας