Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορέος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κορεός με μετακίνηση τόνου < αρχαία ελληνική κόρις (αρσενικό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρέ‐ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορέος αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πιάσαμε κορέους (στην κοινή νεοελληνική, ειρωνικό)

  Πηγές επεξεργασία