κηπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηπευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κηπευτικός < κηπευτής < αρχαία ελληνική κηπεύω < κῆπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.pe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐πευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κηπευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με κήπο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή καλλιεργείται σε κήπο
- (ουσιαστικοποιημένο) κηπευτικό
- (ουσιαστικοποιημένο) κηπευτική
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κήπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηπευτικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κηπευτικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- κηπευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.