κεντάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεντάω < κεντ(ώ) + -άω
- για το κέντημα σε ύφασμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεντῶ < αρχαία ελληνική κεντῶ>
- για την πίεση με αιχμηρό όργανο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κεντῶ,[1][2] συνηρημένος τύπος του κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent- [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kenˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακεντάω, -άς.../κεντώ, πρτ.: κεντούσα/κένταγα, αόρ.: κέντησα, παθ.φωνή: κεντιέμαι, π.αόρ.: κεντήθηκα, μτχ.π.π.: κεντημένος
- περνάω με βελόνα χρωματιστές κλωστές σε ένα ύφασμα και δημιουργώ ένα διακοσμητικό σχέδιο· φτιάχνω ένα κέντημα
- (μεταφορικά) παράγω ένα αξιοθαύμαστο στις λεπτομέρειές του αποτέλεσμα
- πιέζω με αιχμηρό αντικείμενο
- (μεταφορικά) προκαλώ οξύ πόνο σε ένα σημείο πιέζοντας με κάτι αιχμηρό (λέγεται και όταν ο πόνος έχει εσωτερική αιτία)
- ⮡ Με κεντάει ένας πόνος σουβλερός.
- (μεταφορικά) προκαλώ οξύ πόνο σε ένα σημείο πιέζοντας με κάτι αιχμηρό (λέγεται και όταν ο πόνος έχει εσωτερική αιτία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
κεντ-
κεντ-
- αδροκεντώ
- ακέντητος
- αμνιοκέντηση
- αμνιοπαρακέντηση
- ασημοκεντημένος
- ασημοκέντητος
- ασημοκεντισμένος
- αστροκεντημένος
- ασημοκεντώ
- διακέντηση
- διακέντητος
- διακεντώ
- δυσκολοκέντητος
- ευκολοκέντητα (επίρρημα)
- ευκολοκέντητος
- θωρακοκέντηση
- καλοκεντημένος
- κέντημα & σύνθετα
- κεντηματάκι
- κεντηματιά
- κεντηματού
- κεντημένος & σύνθετα
- κέντηση & σύνθετα
- κεντησιά
- κεντήστρα
- κεντήστρια
- κεντητήρι
- κεντητής
- κεντητική
- κεντητικός
- κεντητός, -κέντητος & σύνθετα
- κεντήτρα
- κεντήτρια
- κεντιά
- κεντίδι
- κεντιδωτός
- κεντίζω, κεντίζομαι
- κέντισμα
- κεντισμένος & σύνθετα
- κεντιστήρι
- κεντιστός
- κουτσοκεντώ
- κρυφοκεντάω / κρυφοκεντώ
- μεταξοκέντητος
- μικροκεντιά
- μικροκεντίδι
- ξανακεντάω / ξανακεντώ, ξανακεντιέμαι
- ξανακεντημένος
- ολοκέντητος
- ομορφοκεντημένος
- ομορφοκεντισμένος
- παρακέντηση
- παρακεντώ
- περικέντητος
- περικεντώ
- πλουμιδοκέντητος
- πολυκέντητος
- πολυκεντισμένος
- φλεβοκέντηση
- φλεβοπαρακέντηση
- χειροκέντητος
- χρυσοκεντάω / χρυσοκεντώ, χρυσοκεντιέμαι
- χρυσοκεντημένος
- χρυσοκεντητής
- χρυσοκεντητική
- χρυσοκέντητος, χρυσοκεντητός
- χρυσοκεντήτρα
- χρυσοκεντήτρια
- χρυσοκεντίδι
- χρυσοκεντισμένος
- χρυσοκεντιστής
- χρυσοκεντιστός
- ψιλοκεντάω / ψιλοκεντώ
Τα σύνθετα ρήματα:
- Όροι με κεντάω, Όροι με κεντώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεντάω - κεντώ | κεντούσα - κένταγα | θα κεντάω - κεντώ | να κεντάω - κεντώ | κεντώντας | |
β' ενικ. | κεντάς | κεντούσες - κένταγες | θα κεντάς | να κεντάς | κέντα - κένταγε | |
γ' ενικ. | κεντάει - κεντά | κεντούσε - κένταγε | θα κεντάει - κεντά | να κεντάει - κεντά | ||
α' πληθ. | κεντάμε - κεντούμε | κεντούσαμε - κεντάγαμε | θα κεντάμε - κεντούμε | να κεντάμε - κεντούμε | ||
β' πληθ. | κεντάτε | κεντούσατε - κεντάγατε | θα κεντάτε | να κεντάτε | κεντάτε | |
γ' πληθ. | κεντάν(ε) - κεντούν(ε) | κεντούσαν(ε) - κένταγαν - κεντάγανε | θα κεντάν(ε) - κεντούν(ε) | να κεντάν(ε) - κεντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέντησα | θα κεντήσω | να κεντήσω | κεντήσει | ||
β' ενικ. | κέντησες | θα κεντήσεις | να κεντήσεις | κέντα - κέντησε | ||
γ' ενικ. | κέντησε | θα κεντήσει | να κεντήσει | |||
α' πληθ. | κεντήσαμε | θα κεντήσουμε | να κεντήσουμε | |||
β' πληθ. | κεντήσατε | θα κεντήσετε | να κεντήσετε | κεντήστε | ||
γ' πληθ. | κέντησαν κεντήσαν(ε) |
θα κεντήσουν(ε) | να κεντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεντήσει | είχα κεντήσει | θα έχω κεντήσει | να έχω κεντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεντήσει | είχες κεντήσει | θα έχεις κεντήσει | να έχεις κεντήσει | έχε κεντημένο | |
γ' ενικ. | έχει κεντήσει | είχε κεντήσει | θα έχει κεντήσει | να έχει κεντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεντήσει | είχαμε κεντήσει | θα έχουμε κεντήσει | να έχουμε κεντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεντήσει | είχατε κεντήσει | θα έχετε κεντήσει | να έχετε κεντήσει | έχετε κεντημένο | |
γ' πληθ. | έχουν κεντήσει | είχαν κεντήσει | θα έχουν κεντήσει | να έχουν κεντήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κεντημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κεντημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κεντημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κεντημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεντιέμαι | κεντιόμουν(α) | θα κεντιέμαι | να κεντιέμαι | ||
β' ενικ. | κεντιέσαι | κεντιόσουν(α) | θα κεντιέσαι | να κεντιέσαι | ||
γ' ενικ. | κεντιέται | κεντιόταν(ε) | θα κεντιέται | να κεντιέται | ||
α' πληθ. | κεντιόμαστε | κεντιόμαστε κεντιόμασταν |
θα κεντιόμαστε | να κεντιόμαστε | ||
β' πληθ. | κεντιέστε | κεντιόσαστε κεντιόσασταν |
θα κεντιέστε | να κεντιέστε | κεντιέστε | |
γ' πληθ. | κεντιούνται | κεντιόνταν(ε) κεντιούνταν κεντιόντουσαν |
θα κεντιούνται | να κεντιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεντήθηκα | θα κεντηθώ | να κεντηθώ | κεντηθεί | ||
β' ενικ. | κεντήθηκες | θα κεντηθείς | να κεντηθείς | κεντήσου | ||
γ' ενικ. | κεντήθηκε | θα κεντηθεί | να κεντηθεί | |||
α' πληθ. | κεντηθήκαμε | θα κεντηθούμε | να κεντηθούμε | |||
β' πληθ. | κεντηθήκατε | θα κεντηθείτε | να κεντηθείτε | κεντηθείτε | ||
γ' πληθ. | κεντήθηκαν κεντηθήκαν(ε) |
θα κεντηθούν(ε) | να κεντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κεντηθεί | είχα κεντηθεί | θα έχω κεντηθεί | να έχω κεντηθεί | κεντημένος | |
β' ενικ. | έχεις κεντηθεί | είχες κεντηθεί | θα έχεις κεντηθεί | να έχεις κεντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κεντηθεί | είχε κεντηθεί | θα έχει κεντηθεί | να έχει κεντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κεντηθεί | είχαμε κεντηθεί | θα έχουμε κεντηθεί | να έχουμε κεντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κεντηθεί | είχατε κεντηθεί | θα έχετε κεντηθεί | να έχετε κεντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κεντηθεί | είχαν κεντηθεί | θα έχουν κεντηθεί | να έχουν κεντηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κεντημένος - είμαστε, είστε, είναι κεντημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κεντημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κεντημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κεντημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κεντημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κεντημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κεντημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κεντώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κεντάω, κεντώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κεντώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κεντίζω - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .