χρυσοκέντητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκέντητος < μεσαιωνική ελληνική χρυσοκέντητος[1] < αρχαία ελληνική χρύσεος / χρυσοῦς + κεντέω / κεντάω / κεντῶ
Επίθετο
επεξεργασίαχρυσοκέντητος, -η, -ο
- κεντημένος με χρυσή κλωστή, που έχει χρυσοκεντηθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χρυσοκεντώ, χρυσός και κεντώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ χρυσοκέντητος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)