↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοκέντητος η χρυσοκέντητη το χρυσοκέντητο
      γενική του χρυσοκέντητου της χρυσοκέντητης του χρυσοκέντητου
    αιτιατική τον χρυσοκέντητο τη χρυσοκέντητη το χρυσοκέντητο
     κλητική χρυσοκέντητε χρυσοκέντητη χρυσοκέντητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοκέντητοι οι χρυσοκέντητες τα χρυσοκέντητα
      γενική των χρυσοκέντητων των χρυσοκέντητων των χρυσοκέντητων
    αιτιατική τους χρυσοκέντητους τις χρυσοκέντητες τα χρυσοκέντητα
     κλητική χρυσοκέντητοι χρυσοκέντητες χρυσοκέντητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοκέντητος < μεσαιωνική ελληνική χρυσοκέντητος[1] < αρχαία ελληνική χρύσεος / χρυσοῦς + κεντέω / κεντάω / κεντῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοκέντητος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. χρυσοκέντητος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)