Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεντήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεντήτρι
α
οι
κεντήτρι
ες
γενική
της
κεντήτρι
ας
των
κεντητρι
ών
αιτιατική
την
κεντήτρι
α
τις
κεντήτρι
ες
κλητική
κεντήτρι
α
κεντήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεντήτρια
<
κεντώ
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεντήτρια
θηλυκό
και
κεντήτρα
και
κεντήστρα
(
επάγγελμα
) γυναίκα που
κεντάει
ένα
κέντημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεντήτρια