χρυσοκεντητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκεντητής < χρυσοκεντώ + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοκεντητής αρσενικό (θηλυκό: χρυσοκεντήτρια & χρυσοκεντήτρα)
- κάποιος που χρυσοκεντά
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοκεντητής
|