↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεντητική οι κεντητικές
      γενική της κεντητικής των κεντητικών
    αιτιατική την κεντητική τις κεντητικές
     κλητική κεντητική κεντητικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντητική: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κεντητικός - εννοείται το ουσιαστικό τέχνη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /cen.di.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντη‐τι‐κή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεντητική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κεντητική



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κεντητική (ελληνιστική κοινή)