κεντητική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεντητική | οι | κεντητικές |
γενική | της | κεντητικής | των | κεντητικών |
αιτιατική | την | κεντητική | τις | κεντητικές |
κλητική | κεντητική | κεντητικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεντητική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεντητική θηλυκό
- κλάδος της υφαντουργίας που ασχολείται με την κέντηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεντητική
|