θωρακοκέντηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θωρακοκέντηση | οι | θωρακοκεντήσεις |
γενική | της | θωρακοκέντησης* | των | θωρακοκεντήσεων |
αιτιατική | τη | θωρακοκέντηση | τις | θωρακοκεντήσεις |
κλητική | θωρακοκέντηση | θωρακοκεντήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακοκεντήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθωρακοκέντηση θηλυκό
- (ιατρική) παρακέντηση που διενεργείται στη θωρακική κοιλότητα ή στην κοιλότητα του υπεζωκότα, προκειμένου να ληφθεί υγρό για διαγνωστικούς λόγους ή για εκκένωση / αφαίρεση μεγάλης ποσότητας υγρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία θωρακοκέντηση