Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωρακοκέντηση οι θωρακοκεντήσεις
      γενική της θωρακοκέντησης* των θωρακοκεντήσεων
    αιτιατική τη θωρακοκέντηση τις θωρακοκεντήσεις
     κλητική θωρακοκέντηση θωρακοκεντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακοκεντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θωρακοκέντηση < θώρακας + -ο- + κέντηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θωρακοκέντηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία