↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακέντηση οι παρακεντήσεις
      γενική της παρακέντησης* των παρακεντήσεων
    αιτιατική την παρακέντηση τις παρακεντήσεις
     κλητική παρακέντηση παρακεντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακεντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακέντηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paracentèse[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paracentesis[1] < ελληνιστική κοινή παρακέντησις < παρακεντέω < αρχαία ελληνική κεντέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρακέντηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 παρακέντησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)