παρακέντηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακέντηση | οι | παρακεντήσεις |
γενική | της | παρακέντησης* | των | παρακεντήσεων |
αιτιατική | την | παρακέντηση | τις | παρακεντήσεις |
κλητική | παρακέντηση | παρακεντήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακεντήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρακέντηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paracentèse[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paracentesis[1] < ελληνιστική κοινή παρακέντησις < παρακεντέω < αρχαία ελληνική κεντέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακέντηση θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακεντώ, η λήψη δείγματος (κυττάρων, σωματικού υγρού κ.λπ.) με βελόνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Paracentesis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακέντηση
- ↑ 1,0 1,1 παρακέντηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)