παρακέντησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρακέντησῐς | αἱ | παρακεντήσεις | ||||
γενική | τῆς | παρακεντήσεως | τῶν | παρακεντήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρακεντήσει | ταῖς | παρακεντήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρακέντησῐν | τὰς | παρακεντήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρακέντησῐ | παρακεντήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακεντήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρακεντησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακέντησις < παρακεντῶ (-έω), παρακεντη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + κέντησις < → δείτε αρχαία ελληνική κεντέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακέντησις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιατρική) παρακέντηση
- αφαίρεση καταρράκτη από τα μάτια
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παρακέντησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.