Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρακέντησῐς αἱ παρακεντήσεις
      γενική τῆς παρακεντήσεως τῶν παρακεντήσεων
      δοτική τῇ παρακεντήσει ταῖς παρακεντήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρακέντησῐν τὰς παρακεντήσεις
     κλητική ! παρακέντησῐ παρακεντήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακεντήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακεντησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακέντησις < παρακεντῶ (-έω), παρακεντη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + κέντησις < → δείτε  αρχαία ελληνική κεντέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακέντησις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ιατρική) παρακέντηση
  2. αφαίρεση καταρράκτη από τα μάτια

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία