κεντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /cenˈdi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακεντίζω, αόρ.: κέντισα, παθ.φωνή: κεντίζομαι, π.αόρ.: κεντίστηκα, μτχ.π.π.: κεντισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- κέντισμα
- κεντισμένος & σύνθετα
- κεντιστήρι
- κεντιστός
→ και δείτε τη λέξη κεντάω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεντίζω | κέντιζα | θα κεντίζω | να κεντίζω | κεντίζοντας | |
β' ενικ. | κεντίζεις | κέντιζες | θα κεντίζεις | να κεντίζεις | κέντιζε | |
γ' ενικ. | κεντίζει | κέντιζε | θα κεντίζει | να κεντίζει | ||
α' πληθ. | κεντίζουμε | κεντίζαμε | θα κεντίζουμε | να κεντίζουμε | ||
β' πληθ. | κεντίζετε | κεντίζατε | θα κεντίζετε | να κεντίζετε | κεντίζετε | |
γ' πληθ. | κεντίζουν(ε) | κέντιζαν κεντίζαν(ε) |
θα κεντίζουν(ε) | να κεντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέντισα | θα κεντίσω | να κεντίσω | κεντίσει | ||
β' ενικ. | κέντισες | θα κεντίσεις | να κεντίσεις | κέντισε | ||
γ' ενικ. | κέντισε | θα κεντίσει | να κεντίσει | |||
α' πληθ. | κεντίσαμε | θα κεντίσουμε | να κεντίσουμε | |||
β' πληθ. | κεντίσατε | θα κεντίσετε | να κεντίσετε | κεντίστε | ||
γ' πληθ. | κέντισαν κεντίσαν(ε) |
θα κεντίσουν(ε) | να κεντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεντίσει | είχα κεντίσει | θα έχω κεντίσει | να έχω κεντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεντίσει | είχες κεντίσει | θα έχεις κεντίσει | να έχεις κεντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεντίσει | είχε κεντίσει | θα έχει κεντίσει | να έχει κεντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεντίσει | είχαμε κεντίσει | θα έχουμε κεντίσει | να έχουμε κεντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεντίσει | είχατε κεντίσει | θα έχετε κεντίσει | να έχετε κεντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεντίσει | είχαν κεντίσει | θα έχουν κεντίσει | να έχουν κεντίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κεντίζομαι | κεντιζόμουν(α) | θα κεντίζομαι | να κεντίζομαι | ||
β' ενικ. | κεντίζεσαι | κεντιζόσουν(α) | θα κεντίζεσαι | να κεντίζεσαι | ||
γ' ενικ. | κεντίζεται | κεντιζόταν(ε) | θα κεντίζεται | να κεντίζεται | ||
α' πληθ. | κεντιζόμαστε | κεντιζόμαστε κεντιζόμασταν |
θα κεντιζόμαστε | να κεντιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κεντίζεστε | κεντιζόσαστε κεντιζόσασταν |
θα κεντίζεστε | να κεντίζεστε | (κεντίζεστε) | |
γ' πληθ. | κεντίζονται | κεντίζονταν κεντιζόντουσαν |
θα κεντίζονται | να κεντίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεντίστηκα | θα κεντιστώ | να κεντιστώ | κεντιστεί | ||
β' ενικ. | κεντίστηκες | θα κεντιστείς | να κεντιστείς | κεντίσου | ||
γ' ενικ. | κεντίστηκε | θα κεντιστεί | να κεντιστεί | |||
α' πληθ. | κεντιστήκαμε | θα κεντιστούμε | να κεντιστούμε | |||
β' πληθ. | κεντιστήκατε | θα κεντιστείτε | να κεντιστείτε | κεντιστείτε | ||
γ' πληθ. | κεντίστηκαν κεντιστήκαν(ε) |
θα κεντιστούν(ε) | να κεντιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κεντιστεί | είχα κεντιστεί | θα έχω κεντιστεί | να έχω κεντιστεί | κεντισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κεντιστεί | είχες κεντιστεί | θα έχεις κεντιστεί | να έχεις κεντιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κεντιστεί | είχε κεντιστεί | θα έχει κεντιστεί | να έχει κεντιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κεντιστεί | είχαμε κεντιστεί | θα έχουμε κεντιστεί | να έχουμε κεντιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κεντιστεί | είχατε κεντιστεί | θα έχετε κεντιστεί | να έχετε κεντιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κεντιστεί | είχαν κεντιστεί | θα έχουν κεντιστεί | να έχουν κεντιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κεντισμένος - είμαστε, είστε, είναι κεντισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κεντισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κεντισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κεντισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κεντισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κεντισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κεντισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεντίζω
→ δείτε τη λέξη κεντάω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .