αμνιοκέντηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμνιοκέντηση | οι | αμνιοκεντήσεις |
γενική | της | αμνιοκέντησης | των | αμνιοκεντήσεων |
αιτιατική | την | αμνιοκέντηση | τις | αμνιοκεντήσεις |
κλητική | αμνιοκέντηση | αμνιοκεντήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμνιοκέντηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amniocentesis < ἀμνί(ον) + -ο- + κέντησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμνιοκέντηση θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) χειρουργική επέμβαση στη μήτρα διαμέσου της κοιλιάς ή του τραχήλου της μήτρας προκειμένου να γίνει αναρρόφηση αμνιακού υγρού συνήθως για αναγνώριση του φύλου του εμβρύου ή διερεύνηση πιθανών ασθενειών του εμβρύου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμνιοκέντηση
Πηγές επεξεργασία
- αμνιοκέντηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμνιοκέντηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)