κεντίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεντίδι | τα | κεντίδια |
γενική | του | κεντιδιού | των | κεντιδιών |
αιτιατική | το | κεντίδι | τα | κεντίδια |
κλητική | κεντίδι | κεντίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεντίδι ουδέτερο
- διακοσμητικό σχέδιο που έχει γίνει με κέντημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντίδι
|