κατανεμηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- κατανεμηθείς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανεμηθείς
Μετοχή
επεξεργασίακατανεμηθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος κατανέμω: κατανεμημένος, που κατανεμήθηκε, μοιράστηκε,
Κλίση
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατανεμηθείς | η | κατανεμηθείσα | το | κατανεμηθέν |
γενική | του | κατανεμηθέντος & κατανεμηθέντα1 |
της | κατανεμηθείσας & κατανεμηθείσης* |
του | κατανεμηθέντος |
αιτιατική | τον | κατανεμηθέντα | την | κατανεμηθείσα | το | κατανεμηθέν |
κλητική | κατανεμηθείς | κατανεμηθείσα | κατανεμηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατανεμηθέντες | οι | κατανεμηθείσες | τα | κατανεμηθέντα |
γενική | των | κατανεμηθέντων | των | κατανεμηθεισών | των | κατανεμηθέντων |
αιτιατική | τους | κατανεμηθέντες | τις | κατανεμηθείσες | τα | κατανεμηθέντα |
κλητική | κατανεμηθέντες | κατανεμηθείσες | κατανεμηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατανεμηθείς
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κατανεμηθείς: κλιτικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακατανεμηθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατανεμηθείς ελληνιστική κοινή μετοχή για την αρχαία ελληνική κατανέμω
Μετοχή
επεξεργασίακατανεμηθείς, -εῖσα, -έν
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος grc