Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατανάγκη οι κατανάγκες
      γενική της κατανάγκης των καταναγκών
    αιτιατική την κατανάγκη τις κατανάγκες
     κλητική κατανάγκη κατανάγκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κατανάγκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανάγκη < κατ- + ἀνάγκη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατανάγκη θηλυκό (σπάνιο)

  1. εξαναγκασμός
  2. ξόρκι

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

κατανάγκη: άλλη γραφή του κατ' ανάγκη / κατ' ανάγκην (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

κατανάγκη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰτᾰνᾰγκα-
ονομαστική κατανάγκη αἱ κατανάγκαι
      γενική τῆς κατανάγκης τῶν καταναγκῶν
      δοτική τῇ κατανάγκ ταῖς κατανάγκαις
    αιτιατική τὴν κατανάγκην τὰς κατανάγκᾱς
     κλητική ! κατανάγκη κατανάγκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατανάγκ
γεν-δοτ τοῖν  κατανάγκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ornithopus compressus

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατανάγκη (ελληνιστική κοινή) < κατ-] + αρχαία ελληνική ἀνάγκη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατανάγκη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. μεγάλη ανάγκη
  2. βία
  3. ξόρκι
  4. μαγικό φίλτρο
  5. (φυτό) φυτό (είδος βίκου: Ornithopus compressus) απ' το οποίο παρασκευάζονταν μαγικά φίλτρα

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία