κατανάγκη
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- κατανάγκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανάγκη < κατ- + ἀνάγκη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατανάγκη θηλυκό (σπάνιο)
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- κατανάγκη: άλλη γραφή του κατ' ανάγκη / κατ' ανάγκην (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
κατανάγκη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατανάγκη
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κᾰτᾰνᾰγκα- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | κατανάγκη | αἱ | κατανάγκαι | ||||
γενική | τῆς | κατανάγκης | τῶν | καταναγκῶν | ||||
δοτική | τῇ | κατανάγκῃ | ταῖς | κατανάγκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | κατανάγκην | τὰς | κατανάγκᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κατανάγκη | κατανάγκαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατανάγκᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κατανάγκαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατανάγκη (ελληνιστική κοινή) < κατ-] + αρχαία ελληνική ἀνάγκη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατανάγκη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- μεγάλη ανάγκη
- βία
- ξόρκι
- μαγικό φίλτρο
- (φυτό) φυτό (είδος βίκου: Ornithopus compressus) απ' το οποίο παρασκευάζονταν μαγικά φίλτρα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κατανάγκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.