βίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βίκος | οι | βίκοι |
γενική | του | βίκου | των | βίκων |
αιτιατική | τον | βίκο | τους | βίκους |
κλητική | βίκε | βίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βίκος < (ελληνιστική κοινή) βικίον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίκος αρσενικό