Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμετρηθείς η καταμετρηθείσα το καταμετρηθέν
      γενική του καταμετρηθέντος της καταμετρηθείσας
καταμετρηθείσης*
του καταμετρηθέντος
    αιτιατική τον καταμετρηθέντα την καταμετρηθείσα το καταμετρηθέν
     κλητική καταμετρηθείς καταμετρηθείσα καταμετρηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμετρηθέντες οι καταμετρηθείσες τα καταμετρηθέντα
      γενική των καταμετρηθέντων των καταμετρηθεισών των καταμετρηθέντων
    αιτιατική τους καταμετρηθέντες τις καταμετρηθείσες τα καταμετρηθέντα
     κλητική καταμετρηθέντες καταμετρηθείσες καταμετρηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

καταμετρηθείς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταμετρηθείς (μετοχή)

  Μετοχή επεξεργασία

καταμετρηθείς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

καταμετρηθείς: κλιτικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταμετρηθείς



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταμετρηθείς ελληνιστική κοινή μετοχή για την αρχαία ελληνική καταμετρέω / καταμετρῶ

  Μετοχή επεξεργασία

καταμετρηθείς, -εῖσα, -έν

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταμετρηθείς καταμετρηθεῖσ τὸ καταμετρηθέν
      γενική τοῦ καταμετρηθέντος τῆς καταμετρηθείσης τοῦ καταμετρηθέντος
      δοτική τῷ καταμετρηθέντ τῇ καταμετρηθείσ τῷ καταμετρηθέντ
    αιτιατική τὸν καταμετρηθέντ τὴν καταμετρηθεῖσᾰν τὸ καταμετρηθέν
     κλητική ! καταμετρηθείς καταμετρηθεῖσ καταμετρηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταμετρηθέντες αἱ καταμετρηθεῖσαι τὰ καταμετρηθέντ
      γενική τῶν καταμετρηθέντων τῶν καταμετρηθεισῶν τῶν καταμετρηθέντων
      δοτική τοῖς καταμετρηθεῖσῐ(ν) ταῖς καταμετρηθείσαις τοῖς καταμετρηθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καταμετρηθέντᾰς τὰς καταμετρηθείσᾱς τὰ καταμετρηθέντ
     κλητική ! καταμετρηθέντες καταμετρηθεῖσαι καταμετρηθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταμετρηθέντε τὼ καταμετρηθείσ τὼ καταμετρηθέντε
      γεν-δοτ τοῖν καταμετρηθέντοιν τοῖν καταμετρηθείσαιν τοῖν καταμετρηθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές