↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταιγιστικός η καταιγιστική το καταιγιστικό
      γενική του καταιγιστικού της καταιγιστικής του καταιγιστικού
    αιτιατική τον καταιγιστικό την καταιγιστική το καταιγιστικό
     κλητική καταιγιστικέ καταιγιστική καταιγιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταιγιστικοί οι καταιγιστικές τα καταιγιστικά
      γενική των καταιγιστικών των καταιγιστικών των καταιγιστικών
    αιτιατική τους καταιγιστικούς τις καταιγιστικές τα καταιγιστικά
     κλητική καταιγιστικοί καταιγιστικές καταιγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταιγιστικός < καταιγισ(μός) + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.te.ʝi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ται‐γι‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

καταιγιστικός

  1. (στρατιωτικός όρος) που έχει σχέση με καταιγισμό ρίψης βλημάτων
    ⮡  καταιγιστικά πυρά
  2. (μεταφορικά) συνεχής διαδικασία, χωρίς τέλος, χωρίς σταματημό
    ⮡  καταιγιστικές πληροφορίες, καταιγιστικές εξελίξεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία