rafale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rafale | rafales |
rafale (fr) θηλυκό
- η απότομη αλλά σύντομη αύξηση της ισχύος του ανέμου, κύμα, ριπή
- des rafales de vent ont déraciné les arbres
- κύματα ανέμου ξερίζωσαν τα δέντρα
- rafales de pluie - ριπές βροχής
- ≈ συνώνυμα: bourrasque, risée
- des rafales de vent ont déraciné les arbres
- η ριπή (πολυβόλου, ...)
- tir en rafales - ριπές πολυβολισμών
- rafale de mitrailleuse - ριπή πολυβόλου
- η σύντομη και θορυβώδης διαδοχή, κύμα
- des pubs en rafale - διαφημίσεις κατά κύματα