Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέγχρος οι κέγχροι
      γενική του κέγχρου των κέγχρων
    αιτιατική τον κέγχρο τους κέγχρους
     κλητική κέγχρε κέγχροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέγχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέγχρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέγχρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέγχρος οἱ κέγχροι
      γενική τοῦ κέγχρου τῶν κέγχρων
      δοτική τῷ κέγχρ τοῖς κέγχροις
    αιτιατική τὸν κέγχρον τοὺς κέγχρους
     κλητική ! κέγχρε κέγχροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέγχρω
γεν-δοτ τοῖν  κέγχροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέγχρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέγχρος αρσενικό (σπάνια και θηλυκό)

  1. (φυτό) κεχρί
    άλλες μορφές: κέρχνος
  2. οτιδήποτε μοιάζει με κεχρί
  3. μικρός κόκκος
  4. αβγό ψαριού
  5. χάντρα
  6. «κριθαράκι» στο μάτι
  7. (φίδι) είδος φιδιού με μικρά εξογκώματα στο δέρμα του
     συνώνυμα: κεγχρίας
  8. (ελληνιστική σημασία) είδος μικρού διαμαντιού

  Πηγές επεξεργασία