κάμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάμα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- καμίτσα (υποκοριστικό, προφορικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δίκοπο μαχαίρι
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάμα | τα | κάματα |
γενική | του | κάματος | των | καμάτων |
αιτιατική | το | κάμα | τα | κάματα |
κλητική | κάμα | κάματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμαν < καῦμα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποιήση [mm] > [m] < αρχαία ελληνική καῦμα < καίω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) καύσωνας, καύμα, υπερβολική ζέστη
- ※ Κάμα ανυπόφερτο κάνει τη θάλασσα να ανασαίνει βαριά. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, 1974 [αναμνήσεις])
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κάμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας