νεφόκαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεφόκαμα | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | νεφόκαμα | ||
κλητική | νεφόκαμα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεφόκαμα < ... + -ό- + κάμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈfo.ka.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐φό‐κα‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεφόκαμα ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (λαϊκότροπο) καιρός υγρός και ζεστός, κουφόβραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεφόκαμα
→ δείτε τη λέξη κουφόβραση |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)