κουφόβραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία→ λείπει η κλίση→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακουφόβραση θηλυκό
- ζεστός και υγρός καιρός με άπνοια, που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
- ⮡ Το μεσημέρι, παρά την κουφόβραση που επικρατούσε, εκατοντάδες άνθρωποι με παραδοσιακές στολές ξεκίνησαν από την πύλη της πόλης για την παρέλαση.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κουφοβράζω
- → δείτε τις λέξεις κουφός και βράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουφόβραση
- ↑ κουφόβραση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας