Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφοβράζω < κουφο- + βράζω

  Ρήμα επεξεργασία

κουφοβράζω

  1. κρύβω μέσα μου έντονα συναισθήματα και ετοιμάζομαι να εκραγώ
  2. (για τον καιρό) επικρατούν καιρικές συνθήκες κουφόβρασης

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία