ιδιοσυστασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιοσυστασία < ελληνιστική κοινή ἰδιοσυστασία < αρχαία ελληνική ἴδιος + συστασία / σύστασις < συνίστημι < σύν + ἵστημι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδιοσυστασία θηλυκό
- η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση που καθορίζει τον χαρακτήρα του ατόμου
- προσωπικό ύφος, προσωπικός χαρακτήρας
- (ιατρική) ο ιδιαίτερος τρόπος που κάθε οργανισμός αντιδρά σε νοσογόνους παράγοντες
Συγγενικά επεξεργασία
- ιδιοσυστασιακός
- ιδιοσυστατικός
- ιδιοσύστατος
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, σύσταση και στήνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιοσυστασία