Δείτε επίσης: ἰδιοσυστασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοσυστασία οι ιδιοσυστασίες
      γενική της ιδιοσυστασίας των ιδιοσυστασιών
    αιτιατική την ιδιοσυστασία τις ιδιοσυστασίες
     κλητική ιδιοσυστασία ιδιοσυστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοσυστασία < ελληνιστική κοινή ἰδιοσυστασία < αρχαία ελληνική ἴδιος + συστασία / σύστασις < συνίστημι < σύν + ἵστημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.si.staˈsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιοσυστασία θηλυκό

  1. η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση που καθορίζει τον χαρακτήρα του ατόμου
  2. προσωπικό ύφος, προσωπικός χαρακτήρας
  3. (ιατρική) ο ιδιαίτερος τρόπος που κάθε οργανισμός αντιδρά σε νοσογόνους παράγοντες

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία