ιδιοσύστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοσύστατος < ιδιοσυστα(σία) + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ði.oˈsi.sta.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαιδιοσύστατος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- ιδιοσυστατικός
- → δείτε τις λέξεις ιδιοσυστασία, ίδιος, συστήνω και στήνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοσύστατος
|