ιδιοσυστατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιοσυστατικός < ιδιοσύστατ(ος) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ιδιοσυστατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ιδιοσύστατο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- ιδιοσύστατος
- → δείτε τις λέξεις ιδιοσυστασία, ίδιος, συστήνω και στήνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιοσυστατικός