Δείτε επίσης: ιδιοσύστατος, ιδιοσυστασιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοσυστατικός η ιδιοσυστατική το ιδιοσυστατικό
      γενική του ιδιοσυστατικού της ιδιοσυστατικής του ιδιοσυστατικού
    αιτιατική τον ιδιοσυστατικό την ιδιοσυστατική το ιδιοσυστατικό
     κλητική ιδιοσυστατικέ ιδιοσυστατική ιδιοσυστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοσυστατικοί οι ιδιοσυστατικές τα ιδιοσυστατικά
      γενική των ιδιοσυστατικών των ιδιοσυστατικών των ιδιοσυστατικών
    αιτιατική τους ιδιοσυστατικούς τις ιδιοσυστατικές τα ιδιοσυστατικά
     κλητική ιδιοσυστατικοί ιδιοσυστατικές ιδιοσυστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοσυστατικός < ιδιοσύστατ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ði.o.si.sta.tiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ιδιοσυστατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία