θερμοδιακοπτόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοδιακοπτόμενος < θερμο- + διακοπτόμενος
Επίθετο επεξεργασία
θερμοδιακοπτόμενος
- (νεολογισμός) για αλουμίνιο ή άλλο υλικό με ειδικά φύλλα μόνωσης (π.χ. πολυαμίδιο), ώστε να εμποδίζει / διακόπτει τη μεταφορά θερμοκρασίας (απ’ έξω προς τα μέσα) και να επιτυγχάνεται υψηλότερη θερμομόνωση αλλά και ηχομόνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοδιακοπτόμενος
|