πολυαμίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολυαμίδιο | τα | πολυαμίδια |
γενική | του | πολυαμίδιου & πολυαμιδίου |
των | πολυαμίδιων & πολυαμιδίων |
αιτιατική | το | πολυαμίδιο | τα | πολυαμίδια |
κλητική | πολυαμίδιο | πολυαμίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυαμίδιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική polyamide ή (λόγιο δάνειο) αγγλική polyamide < poly- (< αρχαία ελληνική πολυ-) + am(id) (-id= -ίδιο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυαμίδιο ουδέτερο
- (χημεία) συνθετικό υλικό που αποτελείται από αμίδια, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 5.4 Πολυμερή («πλαστικά»), ※ @ebooks.edu.gr
- Η έρευνα για ένα συνθετικό υλικό με ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του μεταξιού οδήγησαν στην ανακάλυψη μιας ολόκληρης οικογένειας συνθετικών πολυαμιδίων γνωστών με το γενικό όνομα Nylon. Ένα από τα πιο σημαντικά Nylon είναι το Nylon 6,6. Αυτό μπορεί να παρασκευαστεί από ένα δικαρβονικό οξύ με έξι άτομα άνθρακα (το πρώτο 6 στην ονομασία), το αδιπικό οξύ και από μία διαμίνη με έξι άτομα άνθρακα (το δεύτερο 6…), την εξαμεθυλενοδιαμίνη.
- ※ Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 5.4 Πολυμερή («πλαστικά»), ※ @ebooks.edu.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυαμίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυαμίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας