πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμομόνωση οι θερμομονώσεις
      γενική της θερμομόνωσης* των θερμομονώσεων
    αιτιατική τη θερμομόνωση τις θερμομονώσεις
     κλητική θερμομόνωση θερμομονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμομόνωση < θερμο- + μόνωση
ΔΦΑ : /θeɾ.moˈmo.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερμομόνωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμομόνωση θηλυκό

  1. ένα στρώμα υλικών που επικαλύπτει την εξωτερική επιφάνεια ενός χώρου και δεν επιτρέπει στη θερμότητα να διαφεύγει στο περιβάλλον (όταν κάνει κρύο) ή (όταν κάνει ζέστη) να εισέρχεται
  2. η αποφυγή διαρροής / εισροής θερμότητας από/σε ένα χώρο με χρήση διάφορων τεχνικών
    με τα διπλά τζάμια πετυχαίνουμε καλύτερη ηχομόνωση και θερμομόνωση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία