Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομόνωση οι ηχομονώσεις
      γενική της ηχομόνωσης των ηχομονώσεων
    αιτιατική την ηχομόνωση τις ηχομονώσεις
     κλητική ηχομόνωση ηχομονώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχομόνωση < ηχο- + μόνωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound isolation

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.xoˈmo.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐χο‐μό‐νω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχομόνωση θηλυκό

  1. η ηχητική απομόνωση ενός χώρου
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των υλικών που εξασφαλίζουν την ηχητική απομόνωση ενός χώρου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία