μονώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονώνω < αρχαία ελληνική μονόω / μονῶ < μόνος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική isoler[1]. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική μονῶ (μένω μόνος)[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμονώνω, πρτ.: μόνωνα, στ.μέλλ.: θα μονώσω, αόρ.: μόνωσα, παθ.φωνή: μονώνομαι, π.αόρ.: μονώθηκα, μτχ.π.π.: μονωμένος
- εφαρμόζω μόνωση σε μια επιφάνεια, π.χ. επαλείφοντάς την ή επιστρώνοντάς την με μονωτικό υλικό
- ⮡ φέτος πρέπει να μονώσουμε την ταράτσα
Συγγενικά
επεξεργασία- μεμονωμένος (λόγια μετοχή, μοναδικός)
- μονωμένος (μετοχή, που έχει μονωθεί)
- μόνωση
- μονωτής
- μονωτήρας
- μονωτικό
- μονωτικός
Σύνθετα
επεξεργασία- απομονώνω & συγγενικά
- απομόνωση
- ηχομόνωση
- ηχομονωτικός
- θερμομόνωση
- θερμομονωτικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονώνω | μόνωνα | θα μονώνω | να μονώνω | μονώνοντας | |
β' ενικ. | μονώνεις | μόνωνες | θα μονώνεις | να μονώνεις | μόνωνε | |
γ' ενικ. | μονώνει | μόνωνε | θα μονώνει | να μονώνει | ||
α' πληθ. | μονώνουμε | μονώναμε | θα μονώνουμε | να μονώνουμε | ||
β' πληθ. | μονώνετε | μονώνατε | θα μονώνετε | να μονώνετε | μονώνετε | |
γ' πληθ. | μονώνουν(ε) | μόνωναν μονώναν(ε) |
θα μονώνουν(ε) | να μονώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόνωσα | θα μονώσω | να μονώσω | μονώσει | ||
β' ενικ. | μόνωσες | θα μονώσεις | να μονώσεις | μόνωσε | ||
γ' ενικ. | μόνωσε | θα μονώσει | να μονώσει | |||
α' πληθ. | μονώσαμε | θα μονώσουμε | να μονώσουμε | |||
β' πληθ. | μονώσατε | θα μονώσετε | να μονώσετε | μονώστε | ||
γ' πληθ. | μόνωσαν μονώσαν(ε) |
θα μονώσουν(ε) | να μονώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονώσει | είχα μονώσει | θα έχω μονώσει | να έχω μονώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονώσει | είχες μονώσει | θα έχεις μονώσει | να έχεις μονώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονώσει | είχε μονώσει | θα έχει μονώσει | να έχει μονώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονώσει | είχαμε μονώσει | θα έχουμε μονώσει | να έχουμε μονώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονώσει | είχατε μονώσει | θα έχετε μονώσει | να έχετε μονώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονώσει | είχαν μονώσει | θα έχουν μονώσει | να έχουν μονώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονώνομαι | μονωνόμουν(α) | θα μονώνομαι | να μονώνομαι | ||
β' ενικ. | μονώνεσαι | μονωνόσουν(α) | θα μονώνεσαι | να μονώνεσαι | ||
γ' ενικ. | μονώνεται | μονωνόταν(ε) | θα μονώνεται | να μονώνεται | ||
α' πληθ. | μονωνόμαστε | μονωνόμαστε μονωνόμασταν |
θα μονωνόμαστε | να μονωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μονώνεστε | μονωνόσαστε μονωνόσασταν |
θα μονώνεστε | να μονώνεστε | (μονώνεστε) | |
γ' πληθ. | μονώνονται | μονώνονταν μονωνόντουσαν |
θα μονώνονται | να μονώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μονώθηκα | θα μονωθώ | να μονωθώ | μονωθεί | ||
β' ενικ. | μονώθηκες | θα μονωθείς | να μονωθείς | μονώσου | ||
γ' ενικ. | μονώθηκε | θα μονωθεί | να μονωθεί | |||
α' πληθ. | μονωθήκαμε | θα μονωθούμε | να μονωθούμε | |||
β' πληθ. | μονωθήκατε | θα μονωθείτε | να μονωθείτε | μονωθείτε | ||
γ' πληθ. | μονώθηκαν μονωθήκαν(ε) |
θα μονωθούν(ε) | να μονωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μονωθεί | είχα μονωθεί | θα έχω μονωθεί | να έχω μονωθεί | μονωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μονωθεί | είχες μονωθεί | θα έχεις μονωθεί | να έχεις μονωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μονωθεί | είχε μονωθεί | θα έχει μονωθεί | να έχει μονωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μονωθεί | είχαμε μονωθεί | θα έχουμε μονωθεί | να έχουμε μονωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μονωθεί | είχατε μονωθεί | θα έχετε μονωθεί | να έχετε μονωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μονωθεί | είχαν μονωθεί | θα έχουν μονωθεί | να έχουν μονωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μονώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.