μονωτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονωτήρας αρσενικό
- υλικό που συμβάλλει στη μόνωση από το ηλεκτρικό ρεύμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονωτήρας
|
- ↑ μονωτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας