μονωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονωτικός < ελληνιστική κοινή μονωτικός < αρχαία ελληνική μονόω / μονῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική isolant[1])
Επίθετο επεξεργασία
μονωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη μόνωση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μονωτικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονωτικός
- ↑ μονωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας