↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονωτικός η μονωτική το μονωτικό
      γενική του μονωτικού της μονωτικής του μονωτικού
    αιτιατική τον μονωτικό τη μονωτική το μονωτικό
     κλητική μονωτικέ μονωτική μονωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονωτικοί οι μονωτικές τα μονωτικά
      γενική των μονωτικών των μονωτικών των μονωτικών
    αιτιατική τους μονωτικούς τις μονωτικές τα μονωτικά
     κλητική μονωτικοί μονωτικές μονωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονωτικός < ελληνιστική κοινή μονωτικός < αρχαία ελληνική μονόω / μονῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική isolant[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

μονωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη μόνωση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονωτικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία