Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό isolant isolants
θηλυκό isolante isolantes

isolant (fr)

  1. μονωτικός
  2. απομονωτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
isolant isolants

isolant (fr) αρσενικό

  1. μονωτική ουσία ή εξάρτημα