↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμομονωτικός η θερμομονωτική το θερμομονωτικό
      γενική του θερμομονωτικού της θερμομονωτικής του θερμομονωτικού
    αιτιατική τον θερμομονωτικό τη θερμομονωτική το θερμομονωτικό
     κλητική θερμομονωτικέ θερμομονωτική θερμομονωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμομονωτικοί οι θερμομονωτικές τα θερμομονωτικά
      γενική των θερμομονωτικών των θερμομονωτικών των θερμομονωτικών
    αιτιατική τους θερμομονωτικούς τις θερμομονωτικές τα θερμομονωτικά
     κλητική θερμομονωτικοί θερμομονωτικές θερμομονωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμομονωτικός < θερμομόνω(σις > ση) + -τικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε θερμο- + μονωτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμομονωτικός, -ή, -ό

  1. (φυσική, μηχανολογία)που εμποδίζει τη μετάδοση θερμότητας
  2. που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η θερμομόνωση
    ⮡  θερμομονωτικά υλικά

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία