Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μονώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.no.me/

  Ρήμα επεξεργασία

μονώνομαι, π.αόρ.: μονώθηκα, μτχ.π.π.: μονωμένος, και δείτε τη μετοχή μεμονωμένος, (ενεργ.: μονώνω)

  1. με μονώνουν
    η ταράτσα μονώθηκε με πίσσα

Κλίση επεξεργασία