πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοειδής η θεοειδής το θεοειδές
      γενική του θεοειδούς* της θεοειδούς του θεοειδούς
    αιτιατική τον θεοειδή τη θεοειδή το θεοειδές
     κλητική θεοειδή(ς) θεοειδής θεοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοειδείς οι θεοειδείς τα θεοειδή
      γενική των θεοειδών των θεοειδών των θεοειδών
    αιτιατική τους θεοειδείς τις θεοειδείς τα θεοειδή
     κλητική θεοειδείς θεοειδείς θεοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

θεοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοειδής τὸ θεοειδές
      γενική τοῦ/τῆς θεοειδοῦς τοῦ θεοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ θεοειδεῖ τῷ θεοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοειδ τὸ θεοειδές
     κλητική ! θεοειδές θεοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοειδεῖς τὰ θεοειδ
      γενική τῶν θεοειδῶν τῶν θεοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοειδέσ(ν) τοῖς θεοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοειδεῖς τὰ θεοειδ
     κλητική ! θεοειδεῖς θεοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοειδεῖ τὼ θεοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν θεοειδοῖν τοῖν θεοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοειδής, ήδη ομηρικό < θεο- + -ειδής

θεοειδής, -ής, -ές, συγκριτικός: θεοειδέστερος, υπερθετικός: θεοειδέστατος

  1. που έχει όψη θεού, πολύ εντυπωσιακή θωριά
  2. που μοιάζει ή έχει τις ιδιότητες θεού

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία