θεοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεοειδής | η | θεοειδής | το | θεοειδές |
γενική | του | θεοειδούς* | της | θεοειδούς | του | θεοειδούς |
αιτιατική | τον | θεοειδή | τη | θεοειδή | το | θεοειδές |
κλητική | θεοειδή(ς) | θεοειδής | θεοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεοειδείς | οι | θεοειδείς | τα | θεοειδή |
γενική | των | θεοειδών | των | θεοειδών | των | θεοειδών |
αιτιατική | τους | θεοειδείς | τις | θεοειδείς | τα | θεοειδή |
κλητική | θεοειδείς | θεοειδείς | θεοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θεοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεοειδής < θεο- + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασία
θεοειδής, -ής, -ές
- (αρχαιοπρεπές)[1] που έχει τη μορφή θεού, που μοιάζει με θεό ή τείνει να μοιάσει με το θεό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεοειδής
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
θεοειδής, -ής, -ές, συγκριτικός : θεοειδέστερος, υπερθετικός : θεοειδέστατος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- θεοειδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.