ημίξηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημίξηρος | η | ημίξηρη | το | ημίξηρο |
γενική | του | ημίξηρου | της | ημίξηρης | του | ημίξηρου |
αιτιατική | τον | ημίξηρο | την | ημίξηρη | το | ημίξηρο |
κλητική | ημίξηρε | ημίξηρη | ημίξηρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημίξηροι | οι | ημίξηρες | τα | ημίξηρα |
γενική | των | ημίξηρων | των | ημίξηρων | των | ημίξηρων |
αιτιατική | τους | ημίξηρους | τις | ημίξηρες | τα | ημίξηρα |
κλητική | ημίξηροι | ημίξηρες | ημίξηρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημίξηρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμίξηρος. Μορφολογικά αναλύεται σε ημί- + ξηρός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈmi.ksi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μί‐ξη‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαημίξηρος, -η, -ο
- (για κρασί, εννοείται το ουσιαστικό οίνος) που περιέχει αζύμωτα σάκχαρα με περιεκτικότητα έως 15 γραμμάρια σε 1 λίτρο
- που δεν είναι εξ ολοκλήρου ξηρός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ημίξηρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)