αζύμωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αζύμωτος | η | αζύμωτη | το | αζύμωτο |
γενική | του | αζύμωτου | της | αζύμωτης | του | αζύμωτου |
αιτιατική | τον | αζύμωτο | την | αζύμωτη | το | αζύμωτο |
κλητική | αζύμωτε | αζύμωτη | αζύμωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αζύμωτοι | οι | αζύμωτες | τα | αζύμωτα |
γενική | των | αζύμωτων | των | αζύμωτων | των | αζύμωτων |
αιτιατική | τους | αζύμωτους | τις | αζύμωτες | τα | αζύμωτα |
κλητική | αζύμωτοι | αζύμωτες | αζύμωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααζύμωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ζυμωθεί ακόμη
- το ψωμί είναι ακόμα αζύμωτο, πρέπει να αρχίσουμε το ζύμωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αζύμωτος
|