ευαγής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευαγής | η | ευαγής | το | ευαγές |
γενική | του | ευαγούς* | της | ευαγούς | του | ευαγούς |
αιτιατική | τον | ευαγή | την | ευαγή | το | ευαγές |
κλητική | ευαγή(ς) | ευαγής | ευαγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευαγείς | οι | ευαγείς | τα | ευαγή |
γενική | των | ευαγών | των | ευαγών | των | ευαγών |
αιτιατική | τους | ευαγείς | τις | ευαγείς | τα | ευαγή |
κλητική | ευαγείς | ευαγείς | ευαγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευαγής < αρχαία ελληνική εὐαγής < εὖ + ἁγής < ἄγος / ἅγος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική établissement pieux)
Επίθετο επεξεργασία
ευαγής, -ής, -ές
- (λόγιο) που έχει σχέση με τη φιλανθρωπία
- (αρχαιοπρεπές) αμόλυντος, ιερός
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ευαγή ιδρύματα: φιλανθρωπικά ιδρύματα