επετηρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επετηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπετηρίς < επι- + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἐτήρ / ἔτος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική annuaire)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπετηρίδα θηλυκό
- ονομαστικός κατάλογος αξιωματικών, υπαλλήλων κ.λπ. κατά σειρά αρχαιότητας
- βιβλίο που εκδίδεται ετησίως από σύλλογο, ίδρυμα ή δημόσια υπηρεσία και περιέχει πληροφορίες σχετικές με τις δραστηριότητες, την ιεραρχία τους κτλ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επετηρίδα
|