επίκρανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίκρανο | τα | επίκρανα |
γενική | του | επίκρανου | των | επίκρανων |
αιτιατική | το | επίκρανο | τα | επίκρανα |
κλητική | επίκρανο | επίκρανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίκρανο < αρχαία ελληνική ἐπίκρανον < ἐπί + κράνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥h₂-(e)s-n- < *ḱerh₂- (κεφάλι, κέρας, κορυφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίκρανο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) μαρμάρινη (ή από άλλο υλικό) κατασκευή τοποθετημένη στην κορυφή πεσσού ή παραστάδας
- → δείτε τη λέξη κιονόκρανο
- (αρχαιοπρεπές) είδος κουκούλας ή κεφαλόδεσμου