• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επίκρανο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίκρανο τα επίκρανα
      γενική του επίκρανου των επίκρανων
    αιτιατική το επίκρανο τα επίκρανα
     κλητική επίκρανο επίκρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επίκρανο < αρχαία ελληνική ἐπίκρανον < ἐπί + κράνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥h₂-(e)s-n- < *ḱerh₂- (κεφάλι, κέρας, κορυφή)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίκρανο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) μαρμάρινη (ή από άλλο υλικό) κατασκευή τοποθετημένη στην κορυφή πεσσού ή παραστάδας
    → δείτε τη λέξη κιονόκρανο
  2. (αρχαιοπρεπές) είδος κουκούλας ή κεφαλόδεσμου

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επίκρανο
  • αγγλικά : capital (en)
  • γαλλικά : chapiteau (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επίκρανο&oldid=6679889"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Απριλίου 2024, στις 12:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Απριλίου 2024, στις 12:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας