chapiteau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- chapiteau < λατινική capitellum
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
chapiteau (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο